αρτιφανής

αρτιφανής
ης, ες новый, только что появившийся

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αρτιφανής" в других словарях:

  • αρτιφανής — ἀρτιφανής, ές (Μ) αυτός που εμφανίστηκε μόλις τώρα …   Dictionary of Greek

  • ἀρτιφανής — just seen masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιφανῆ — ἀρτιφανής just seen neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀρτιφανής just seen masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀρτιφανής just seen masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιφανεῖ — ἀρτιφανής just seen masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀρτιφανής just seen masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιφανεῖς — ἀρτιφανής just seen masc/fem acc pl ἀρτιφανής just seen masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιφανές — ἀρτιφανής just seen masc/fem voc sg ἀρτιφανής just seen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιφανοῦς — ἀρτιφανής just seen masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων …   Dictionary of Greek

  • αφανής — ές (AM ἀφανής, ές) 1. αυτός που δεν είναι ορατός, που δεν φαίνεται, ο αθέατος 2. άσημος, μη ένδοξος, μη φημισμένος αρχ. 1. (για στρατιώτες) αυτός του οποίου το πτώμα δεν βρέθηκε μετά τη μάχη 2. αόρατος, κρυμμένος, ακατάληπτος, μυστικός 3.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»